πιθήσας

πιθήσας
πιθήσᾱς , πείθω
persuade
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
πιθήσᾱς , πιθέω
persuade
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”